- έθιμο
- Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως δεν επιβάλλεται από ρητές εντολές, όπως είναι οι νόμοι. Το έ. δεν είναι νόμος. Ωστόσο, εξαιτίας των προαναφερθέντων στοιχείων του, δεσμεύει τα άτομα κοινωνικά, γιατί αυτά βρίσκονται πάντα σε μεγαλύτερη ή μικρότερη εξάρτηση από την κοινή γνώμη. Γι’ αυτό τα έ. αποτέλεσαν συχνά πηγή δικαίου.
Το έ. ακολουθεί, έστω και με έναν βραδύτερο και συντηρητικότερο ρυθμό, τις κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές. Αυτό σημαίνει ότι ένα παλαιό έ. μπορεί με την πάροδο του χρόνου να εκλείψει (όπως, για παράδειγμα, τα μοιρολόγια στα αστικά κέντρα και στο μεγαλύτερο τμήμα της υπαίθρου) ή να αναπροσαρμοστεί. Η αναπροσαρμογή οφείλεται στο ότι η σημασία ενός παλαιού ε. λησμονήθηκε (οι σύγχρονοι μασκαράδες της Αποκριάς αγνοούν την αρχική μαγική σημασία της μάσκας και θεωρούν το καρναβάλι ένα διασκεδαστικό έ. πριν από την περίοδο των Παθών του Ιησού) ή στο ότι το έ. δέχτηκε τα στοιχεία της τεχνολογικής και, γενικότερα, της πολιτιστικής προόδου (τα κεριά του χριστουγεννιάτικου δέντρου αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά λαμπιόνια). Πρέπει να σημειωθεί ότι τα παλαιότερα έ. μπορεί να αλλάζουν ή και να σβήνουν, δεν παύει όμως να υπάρχει η τάση του ανθρώπου να δημιουργεί νέα έ. Αυτό συμβαίνει επειδή οι προϋποθέσεις δημιουργίας των ε. (κοινές πίστεις και πράξεις μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας) χαρακτηρίζουν σταθερά τη ζωή και τις εκδηλώσεις του ανθρώπου. Από την άλλη πλευρά, στις σύγχρονες κοινωνίες, λόγω της τουριστικής ανάπτυξης, παρατηρείται και το φαινόμενο της τεχνητής αναβίωσης ορισμένων γραφικών ε.
(Νομ.) Το έ., ως πηγή δικαίου, είναι μία σταθερή και ομοιόμορφη επανάληψη μιας ορισμένης συμπεριφοράς εκ μέρους της κοινότητας, που εμπνέεται από την πεποίθηση ότι εκτελεί μια νομική υποχρέωση. Το έ. έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πρωτόγονα νομικά καθεστώτα, σε βαθμό που αποτελούσε σε αυτά τη μοναδική πηγή δικαίου. Αργότερα, με την επιβολή της απόλυτης εξουσίας του ηγεμόνα, που εξέδιδε νομικούς κανόνες δεσμευτικούς για τους υπηκόους του, το έ. περιορίστηκε σημαντικά. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε, κατά τους νεότερους χρόνους, η γραπτή συλλογή των ε., που άρχισε στην Ιταλία κατά τον 10o και 11ο αι. και επεκτάθηκε επίσης στην Αγγλία –δίνοντας την πρώτη ώθηση στη διαμόρφωση του common law, αυτού του ιδιότυπου εθιμογενούς δικαίου, το οποίο ρυθμίζει ακόμα και σήμερα τις νομικές σχέσεις– και στη Γερμανία.
Όσον αφορά το νεότερο ευρωπαϊκό δίκαιο, το έ. ως πηγή δικαίου έχει πολύ περιορισμένη ισχύ στον κύκλο του αστικού δικαίου. Πράγματι, το έ. μπορεί να ρυθμίζει ορισμένες νομικές σχέσεις μόνο στον βαθμό που ο ρόλος αυτός του παραχωρείται από ρητή διάταξη του γραπτού δικαίου. Κατά τρόπο ανάλογο, στην περιοχή του κανονικού δικαίου το έ. έχει αξία μόνο εφόσον έχει αναγνωριστεί από τον κανονικό κώδικα.
Ο ελληνικός Α.Κ. αναγνωρίζει ρητά το έ. ως πηγή δικαίου, αλλά ο εισαγωγικός νόμος του A.K. κατάργησε τα γενικά ή τοπικά έ. που είναι αντίθετα με τις διατάξεις του Κώδικα ή αναφέρονται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτές τις διατάξεις.
Αξιοσημείωτη είναι, αντίθετα, η σπουδαιότητα του ε. στον κύκλο του συνταγματικού δικαίου και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι στα ανώτατα όργανα του κράτους, κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους, αναγνωρίζεται ευρεία αυτονομία, η οποία ευνοεί την καθιέρωση ερμηνευτικών ε. Στο ποινικό δίκαιο, τέλος, δεν αναγνωρίζεται καμιά ισχύ στο έ., εφόσον καθεμία από τις περιπτώσεις ποινικού αδικήματος οργανώνεται και περιγράφεται σύμφωνα με αυστηρά σχήματα, από ρητές νομοθετικές διατάξεις, που καθιερώνουν την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege.
Διεθνές δίκαιο. Το έ. αποκτά θεμελιώδη σπουδαιότητα και σημασία στο διεθνές νομικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, επειδή όλα τα μέλη που συμμετέχουν (δηλαδή τα κράτη) είναι ίσα μεταξύ τους και δεν υπάρχουν οι οργανικές σχέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την υπεροχή μιας αδιαφιλονίκητης πηγής δικαίου, οι γενικοί κανόνες διαμορφώνονται χωρίς την παρέμβαση πρόσφορων διαδικασιών. Επίσης, δεν εκδηλώνονται προτού εδραιωθούν κατά τρόπο έμπρακτο μεταξύ των κρατών, τα οποία είναι ταυτόχρονα και νομοθέτες και αποδέκτες. Το διεθνές έ. απαιτεί την παρουσία του αντικειμενικού στοιχείου, δηλαδή της πεποίθησης ότι η συμπεριφορά αυτή είναι σύμφωνη προς έναν νομικό κανόνα, ακόμα και στην περίπτωση που ο τελευταίος –όταν ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της διεθνούς κοινότητας ως κοινωνίας συλλογικών όντων και όχι προσώπων– προσλαμβάνει όψεις τόσο διαφορετικές από την αφανή διαδικασία που παρατηρείται στο εσωτερικό έ., ώστε ορισμένοι νομομαθείς να υποστηρίζουν ότι το διεθνές έ. δεν είναι τίποτε άλλο από μια σύμπτωση θελήσεων, η οποία διαφέρει από τις άλλες διεθνείς συμφωνίες (συνθήκες) μόνο ως προς το ότι είναι σιωπηρή. Όμως, η θεωρία αυτή διαψεύδεται από το γεγονός ότι το διεθνές έ. επεκτείνει την ισχύ του ακόμα και στα κράτη εκείνα που δεν έχουν συμμετάσχει στη διαμόρφωση του ε., είτε αυτά τα κράτη υπάρχουν ήδη είτε πρόκειται να ιδρυθούν στο μέλλον. Τα δεδομένα με βάση τα οποία διαπιστώνεται η δημιουργία ενός διεθνούς ε. (καινοτόμουκαταργητικού) δεν μπορούν να εκτιμηθούν ποσοτικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρόποι συμπεριφοράς που λαμβάνονται υπόψη αφορούν το σύνολο των κρατών και όχι το καθένα χωριστά, γιατί εκείνο που ενδιαφέρει είναι η γενική σημασία τους. Επίσης αποκτά σημασία όχι μόνο η συμπεριφορά ενός κράτους απέναντι στα άλλα κράτη αλλά και η πρακτική του στον κύκλο του εσωτερικού δικαίου, αρκεί να μπορεί να παρέχει ενδείξεις για το τι θεωρεί εκείνο ως διεθνή νομικό κανόνα.
Ο αλευροπόλεμος στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα, είναι ένα έθιμο που διατηρείται αναλλοίωτο στον χρόνο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (AM ἔθιμον) [έθος]το έθιμο, τα έθιμακοινή συνήθεια κοινωνικής ομάδας, η οποία προέρχεται από μακρά παράδοσημσν.τὰ ἔθιμαη εμμηνορρυσία.
Dictionary of Greek. 2013.